εκκρίνω στα αγγλικά εκκρίνω στα γερμανικά εκκρίνω στα ισπανικά εκκρίνω στα γαλλικά εκκρίνω στα ιταλικά εκκρίνω στα νορβηγικά εκκρίνω στα ρωσικά εκκρίνω στα λευκορωσίας εκκρίνω στα φινλανδικά εκκρίνω στα πορτογαλικά εκκρίνω στα ουκρανικά εκκρίνω στα πολωνική
κατανόηση στα γαλλικά καρπός στα τσεχική ογκώδης στα λευκορωσίας αιχμαλωσία στα τσεχική απρόσωπος στα τσεχική
ονειροκρίτης αιχμαλωσία κατανόηση εντολών καρπός στα αγγλικά απρόσωπος αγγλικα ογκώδης συνώνυμο