lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ένοικος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
copyholder, hirer, inmate, leaseholder, lessee, lodger, occupant, occupier, tenant
ένοικος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bydlící, držitel, majitel, nájemce, nájemník, obyvatel, pachtýř
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bewohner, mieter, pächter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
beboer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arrendatario, habitante, inquilino
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amodiataire, fermier, habitant, locataire, tenancier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affittuario, inquilino, locatario, noleggiatore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
leieboer, leilending, losjerende
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
арендатор, жилец, житель, квартирант, наниматель, нахлебник, съемщик, съёмщик
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arrendator, hyresgäst
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
арендатор
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
арандатар
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asukas, vuokralainen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stanar
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bérlő, lakó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gyventojas, nuomininkas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colono, habitante, inquilino, locatário
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
nájomca
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
власник, володар, держатель, житель, загарбник, мешканець, окупант, опора, орендар, орендатор, пожилець, утримувач, фермер
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dzierżawca, lokator, najemca

Σχετικές λέξεις

ένοικος καλλιδρομίου, ένοικος πολάνσκι, ένοικος εξάρχεια, ένοικος ετυμολογία, ένοικος σημασία, ένοικος μετάφραση, ο ένοικος, μπαρ ένοικος