lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανάπηρος στα αγγλικά

Λέξη:
ανάπηρος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (17):
cripple, defective, disabled, handicapped, inconsiderable, inessential, invalid, irrelevant, nonmaterial, nontrivial, nugatory, null, trivial, unessential, unimportant, void, voided
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ανάπηρος, συναισθηματικά ανάπηρος, ανάπηρος στα αγγλικά, ανάπηρος ορισμός, ανάπηρος ονειροκρίτης, ανάπηρος ζητιάνος έβγαλε πόδια, ανάπηρος στα αγγλικά, cripple στα ελληνικά
ανάπηρος στα αγγλικά