lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναβάλλω στα αγγλικά

Λέξη:
αναβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (16):
accumulate, adjourn, defer, delay, deposit, postpone, procrastinate, prorogue, regenerate, replace, revive, save, shelve, shunt, snooze, stow
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αναβάλλω, επιβάλλω ετυμολογία, αναβάλλω χρονική αντικατάσταση, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω στα αγγλικά, αναβάλλω σημασια, αναβάλλω στα αγγλικά, accumulate στα ελληνικά
αναβάλλω στα αγγλικά