lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναβάλλω στα γαλλικά

Λέξη:
αναβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (15):
ajourner, arriérer, atermoyer, différer, déposer, marcotter, proroger, remettre, renvoyer, retarder, réserver, surseoir, temporiser, traînasser, éloigner
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά αναβάλλω, επιβάλλω ετυμολογία, αναβάλλω χρονική αντικατάσταση, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω στα αγγλικά, αναβάλλω σημασια, αναβάλλω στα γαλλικά, ajourner στα ελληνικά
αναβάλλω στα γαλλικά