lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αναπηρία στα αγγλικά

Λέξη:
αναπηρία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (9):
deformity, disability, invalidism, invalidity, flaw, handicap, infirmity, lameness, vice
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αναπηρία, αναπηρία τώρα, αναπηρία σήμερα, αναπηρία ορισμός, αναπηρία και πολιτική, αναπηρία και κοινωνία, αναπηρία στα αγγλικά, deformity στα ελληνικά
αναπηρία στα αγγλικά