lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποφασιστικότητα στα αγγλικά

Λέξη:
αποφασιστικότητα (Αριθμός των γραμμάτων: 16)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (31):
absolutely, appellation, assertiveness, categorization, consistency, decidedly, deciding, decision, decisiveness, decree, definitely, definition, denomination, designation, determination, drive, emphatically, epithet, firmness, grit, phrase, quite, resoluteness, resolution, resolve, ruling, stipulation, sturdiness, term, unhesitatingly, utter
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αποφασιστικότητα, αποφασιστικότητα ψυχολογια, αποφασιστικότητα συνωνυμα, αποφασιστικότητα ορισμος, αποφασιστικότητα ιστορικών προσώπων, αποφασιστικότητα ετυμολογία, αποφασιστικότητα στα αγγλικά, absolutely στα ελληνικά
αποφασιστικότητα στα αγγλικά