lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μίσθωση στα αγγλικά

Λέξη:
μίσθωση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (13):
charter, hire, hiring, holding, lease, leasehold, leasing, rent, rental, renting, tenacity, tenancy, tenant
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά μίσθωση, μίσθωση παραθεριστικής κατοικίας, μίσθωση ξενοδοχείου, μίσθωση λατομείου, μίσθωση κατοικίας καταγγελία, μίσθωση κατοικίας, μίσθωση στα αγγλικά, charter στα ελληνικά
μίσθωση στα αγγλικά