lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μίσθωση στα σουηδικά

Λέξη:
μίσθωση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (6):
arrende, blygsel, arrendera, hyreskontrakt, städja, uthyrning
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά μίσθωση, μίσθωση παραθεριστικής κατοικίας, μίσθωση ξενοδοχείου, μίσθωση λατομείου, μίσθωση κατοικίας καταγγελία, μίσθωση κατοικίας, μίσθωση στα σουηδικά, arrende στα ελληνικά
μίσθωση στα σουηδικά