lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσσωρεύω στα αγγλικά

Λέξη:
συσσωρεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (21):
accrue, accumulate, agglomerate, aggregate, amass, assemble, bank, collect, congregate, convoke, cumulate, flock, gather, glean, heap, huddle, mass, meet, rally, stockpile, treasure
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά συσσωρεύω, συσσωρεύω συνώνυμα, συσσωρεύω στα αγγλικα, συσσωρεύω στα αγγλικά, accrue στα ελληνικά
συσσωρεύω στα αγγλικά