lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συσσωρεύω στα ιταλικά

Λέξη:
συσσωρεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
accatastare, accumulare, adunare, ammassare, ammucchiare, immagazzinare, raccogliere, radunare, riunirsi
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά συσσωρεύω, συσσωρεύω συνώνυμα, συσσωρεύω στα αγγλικα, συσσωρεύω στα ιταλικά, accatastare στα ελληνικά
συσσωρεύω στα ιταλικά