lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ακολασία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
debauch, debauchery, immorality, licentiousness
ακολασία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hýření, nemravnost, nevázanost, prostopášnost, zhýralost
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausgelassenheit, ausschweifung, orgie
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
last, orgie, udsvævelser
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
concupiscencia, libertinaje, lujuria, orgía
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bacchanale, crapule, débauche, débordement, désordre, libertinage, luxure, paillardise, stupre
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lussuria
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
last, orgie, utsvevelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разврат, развратность, распущенность
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
last, utsvävelse
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
разбэшчанасць, распушчанасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
liiderlikkus, orgia
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
irstailu, irstaus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
erkölcstelenség, züllöttség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
orgija
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bacanal, libertinagem, orgia
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нерегулярність, розбещеність, розпуста, розпущеність, слабкість
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rozpusta

Σχετικές λέξεις

ακολασία ετυμολογία