lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: απορρόφηση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ambition, aspiration, drift, inhalation, inspiration, pursuance, pursuit, striving
απορρόφηση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
aspirace, inspirace, nadechnutí, odsávání, přídech, touha, vdech, vdechnutí, vdechování, vnuknutí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aspiration, behauchung, einatmung, eingebung, hauch, inspiration, verfolgung
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aspiración, inspiración
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acheminement, aspiration, humage, inhalation, inspiration, tendance
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ambizione, aspirazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aspirasjon, innskytelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вдох, вдохновение, вдыхание, придыхание, стремление
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
andhämtning, aspiration, målsättning, strävan
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прыдыханне
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haltioituminen, innoitus, inspiraatio, pyyde
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
belélegzés, igyekezet, ihlet, inspiráció, törekvés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inspirais
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придих
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
aspiracja, dążenie, przydech, wdech, wdychanie

Σχετικές λέξεις

απορρόφηση εσπα 2013, απορρόφηση βιταμινης c, απορρόφηση εθνοντατα, απορρόφηση οε από αε, απορρόφηση εταιρειών, απορρόφηση βιταμινών, απορρόφηση ασβεστίου, απορρόφηση υγρασίας, απορρόφηση του φωτός, απορρόφηση μητρικήσ από θυγατρική