lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βλήμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bomb, bullet, hail, missile, projectile, shell, shot
βλήμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
balík, bomba, granát, kulička, kulka, náboj, projektil, raketa, střela
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geschoß, granate, projektil, rakete
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bombe, hagl, kugle, kule, projektil, raket
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bala, cartucho, cohete, misil, proyectil
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antimissile, balle, bombe, boulet, engin, missile, obus, projectile, roquette, trait
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bomba, missile, pallottola, proiettile, proietto, racchetta, razzo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bombe, geværkule, hagl, kule, prosjektil, skudd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
снаряд
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bombardera, hagel, kulle
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ракета, снаряд
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прылада, снарад
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
rakett
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ammus, kranaatti, luoti, ohjus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bomba, lövedék
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
raketa
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bala, projéctil
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
raketa
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пакет, пакунок, прилад, снаряд
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pocisk

Σχετικές λέξεις

βλήμα meteor, βλήμα cruise, βλήμα ετυμολογία, βλήμα συνωνυμο, βλήμα στα αγγλικά, βλήμα slang, τροχιοδεικτικό βλήμα, είσαι βλήμα