lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γένος στα βουλγαρικά

Λέξη:
γένος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (4):
пол, род, вид, природа
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά γένος, γένοσ συζύγου, γένος ταυτότητα, γένος πιθήκων, γένος παπαγάλων, γένος μητέρας στα αγγλικά, γένος στα βουλγαρικά, пол στα ελληνικά
γένος στα βουλγαρικά