ασυνήθιστος στα αγγλικά ασυνήθιστος στα τσεχική ασυνήθιστος στα γερμανικά ασυνήθιστος στα δανική ασυνήθιστος στα ισπανικά ασυνήθιστος στα ιταλικά ασυνήθιστος στα νορβηγικά ασυνήθιστος στα ρωσικά ασυνήθιστος στα σουηδικά ασυνήθιστος στα φινλανδικά ασυνήθιστος στα κροατικά ασυνήθιστος στα ουγγρική ασυνήθιστος στα πορτογαλικά ασυνήθιστος στα πολωνική
επάγγελμα γυναίκα καθυστερώ στα αγγλικα εκμίσθωση από μη κύριο υγρός βήχας