βουρτσίζω στα αγγλικά βουρτσίζω στα τσεχική βουρτσίζω στα γερμανικά βουρτσίζω στα δανική βουρτσίζω στα ισπανικά βουρτσίζω στα ιταλικά βουρτσίζω στα νορβηγικά βουρτσίζω στα σουηδικά βουρτσίζω στα πορτογαλικά βουρτσίζω στα πολωνική
αμυδρός στα ουκρανικά μπορώ στα δανική αντίγραφο στα ιταλικά βλέπω στα αγγλικά σταθερός στα πορτογαλικά
βλέπω συνώνυμα μπορώ να μείνω έγκυος όταν έχω περίοδο αντίγραφο κατατεθειμένης δήλωσης φορολογίας εισοδήματος – ε1 σταθερός αντιστάτης