lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μπορώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
can, manage
μπορώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dokázat, dosáhnout, moci, smět
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
können, vermögen, verstanden, verstehen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
formå, klare, kunne, orke, overkomme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acertar, lograr, poder, saber
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parvenir, pouvoir, pouvoirs, réussir, savoir, être
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
potere, riuscire
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
formå, greie, klare, kunna, kunne, orka, orke, overkomme
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мочь, суметь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förmå, klare, kunna, orka
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jaksaa, pystyä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bírni, képesnek, tudni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
controle, poder
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
potrafić, zdołać

Σχετικές λέξεις

μπορώ σκαι, μπορώ να μείνω έγκυος όταν έχω περίοδο, μπορώ δρούζα, μπορώ skai, μπορώ και χωρίς ευρώ, μπορώ πια και μονος να ζω, μπορώ να επεκτείνω το χώρο στο usb stick μου, μπορώ να δω ποιος βλέπει τις φωτογραφίες μου στο facebook, μπορώ πειραιώς, μπορώ να βάλω windows στο mac μου