lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατασκευάζω στα γαλλικά

Λέξη:
κατασκευάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (39):
accomplir, adultérer, altérer, compose, confectionner, construire, contrefaire, créer, dresser, détonner, effectuer, exécuter, fabriquer, faire, falsifier, fausser, façonner, ficher, former, fortune, frelater, libeller, malaxer, manufacturer, maquiller, microbus, minuter, ouvrer, pratique, produire, préparer, remplir, rendre, réaliser, sophistiquer, travailler, truquer, usiner, établir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά κατασκευάζω, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικες κάρτες, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικα στολίδια, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω στα γαλλικά, accomplir στα ελληνικά
κατασκευάζω στα γαλλικά