lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατασκευάζω στα φινλανδικά

Λέξη:
κατασκευάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (12):
aikaansaada, ajaa, laittaa, luoda, perustaa, raataa, rakentaa, tehdä, toteuttaa, työskennellä, valmistaa, väärentää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά κατασκευάζω, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικες κάρτες, κατασκευάζω χριστουγεννιάτικα στολίδια, κατασκευάζω χαρταετό, κατασκευάζω συνώνυμα, κατασκευάζω σελιδοδείκτες, κατασκευάζω στα φινλανδικά, aikaansaada στα ελληνικά
κατασκευάζω στα φινλανδικά