οστρακοειδής στα αγγλικά οστρακοειδής στα γερμανικά οστρακοειδής στα ισπανικά οστρακοειδής στα νορβηγικά οστρακοειδής στα ρωσικά οστρακοειδής στα εσθονική οστρακοειδής στα ουγγρική οστρακοειδής στα πορτογαλικά οστρακοειδής στα πολωνική
εξυπηρέτηση στα φινλανδικά διευθυντής στα ουκρανικά διαιρώ στα νορβηγικά αποφασίζω στα δανική κενό στα ισπανικά
κενό δίκτυο αποφασίζω συνώνυμο διαιρώ με διψήφιο διαιρέτη εξυπηρέτηση πελατών nova διευθυντής ποιοτικού ελέγχου