lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αγγαρεία στα γερμανικά

Λέξη:
αγγαρεία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
arbeit, aufgabe, beruf, beschäftigung, fron, fronarbeit, frondienst, hausarbeit, job, knechtschaft, leibeigenschaft
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αγγαρεία, αγγαρεία συνώνυμο, αγγαρεία στα αγγλικα, αγγαρεία λεξικό, αγγαρεία καταδικων, αγγαρεία κάνω ποινήν εκτίω, αγγαρεία στα γερμανικά, arbeit στα ελληνικά
αγγαρεία στα γερμανικά