lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατηγορία στα τσεχική

Λέξη:
κατηγορία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (32):
břemeno, dluhopis, dovozné, důležitost, funkce, hmotnost, kancelář, koule, nabíjení, nakládka, nakládání, naložení, náboj, náklad, nálož, obligace, pomoc, povinnost, služba, tíže, vsázka, váha, zatížení, zhoršení, zostření, ztížení, zátěž, závazek, závaží, úkol, útok, úřad
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κατηγορία, κατηγορία συνώνυμα, κατηγορία ιι κατά bethesda, κατηγορία εδάφους κατά ε.α.κ. - 2000, κατηγορία διπλώματος οδήγησης ce, κατηγορία διπλώματος οδήγησης, κατηγορία στα τσεχική, břemeno στα ελληνικά
κατηγορία στα τσεχική