επιμήκυνση στα αγγλικά επιμήκυνση στα τσεχική επιμήκυνση στα ισπανικά επιμήκυνση στα γαλλικά επιμήκυνση στα ρωσικά επιμήκυνση στα ουγγρική επιμήκυνση στα πολωνική
επισπεύδω στα νορβηγικά επιλογή στα λευκορωσίας ανύπαντρος στα ιταλικά αμοιβαίος στα ισπανικά καθορίζω στα ιταλικά
αμοιβαίος συνώνυμο επιλογή προσωπικού ανύπαντροσ πατέρασ καθορίζουν μετάφραση αγγλικά