lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κάτοικος στα γερμανικά

Λέξη:
κάτοικος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
bewohner, bürger, einwohner, insasse, staatsangehörige, staatsbürger, resident
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά κάτοικος, κάτοικοσ πατρών, κάτοικος της κω, κάτοικος εξωτερικού φορολογία 2014, κάτοικος εξωτερικού φορολογία 2013, κάτοικος εξωτερικού στρατιωτική θητεία, κάτοικος στα γερμανικά, bewohner στα ελληνικά
κάτοικος στα γερμανικά