lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κάτοικος στα ουκρανικά

Λέξη:
κάτοικος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
жилець, житель, загарбник, мешканець, окупант, пожилець, громадянин, громадянине, обиватель
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά κάτοικος, κάτοικοσ πατρών, κάτοικος της κω, κάτοικος εξωτερικού φορολογία 2014, κάτοικος εξωτερικού φορολογία 2013, κάτοικος εξωτερικού στρατιωτική θητεία, κάτοικος στα ουκρανικά, жилець στα ελληνικά
κάτοικος στα ουκρανικά