lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σταματώ στα γερμανικά

Λέξη:
σταματώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (17):
abbrechen, abfangen, abreißen, anhalten, arretieren, aufhalten, aufzuhalten, einhalten, einstellen, enthalten, festnehmen, gehalten, halten, stoppen, unterbrechen, verhaften, zurückhalten
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά σταματώ, σταματώ συνώνυμα, σταματώ λατινικά, σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ στα γερμανικά, abbrechen στα ελληνικά
σταματώ στα γερμανικά