lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακονίζω στα ιταλικά

Λέξη:
ακονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
acuire, acutizzare, affilare, aguzzare, arrotare, puntare, aggravarsi
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ακονίζω, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω μαχαίρια, ακονίζω στα ιταλικά, acuire στα ελληνικά
ακονίζω στα ιταλικά