lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έκπληξη στα δανική

Λέξη:
έκπληξη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
overraskelse, undring
Σχετικές λέξεις:
δανική έκπληξη, έκπληξη συνώνυμο, έκπληξη συνώνυμα, έκπληξη στον άντρα μου, έκπληξη στο αγόρι μου, έκπληξη σε γάμο, έκπληξη στα δανική, overraskelse στα ελληνικά
έκπληξη στα δανική