lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποβάλλω στα δανική

Λέξη:
αποβάλλω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
δανική αποβάλλω, προβάλλω συνώνυμο, επιβάλλω σημασια, επιβάλλω in english, αποβάλλω συνώνυμα, αποβάλλω κλίση, αποβάλλω στα δανική, abortere στα ελληνικά
αποβάλλω στα δανική