lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσάρεστος στα δανική

Λέξη:
δυσάρεστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
barsk, besk, bitter, dårlig, ond, penibel, pinlig, plagsom, slet, smertelig, ubehagelig, utiltalende, utrivelig
Σχετικές λέξεις:
δανική δυσάρεστος, δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος στα δανική, barsk στα ελληνικά
δυσάρεστος στα δανική