lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δυσάρεστος στα τσεχική

Λέξη:
δυσάρεστος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (22):
drsný, hnusný, krutý, kyselý, mrzutý, namáhavý, nelibý, nemilý, nepěkný, nepříjemný, nepřívětivý, nevlídný, obtížný, obtěžující, odporný, ostrý, politováníhodný, protivný, prudký, trapný, tvrdý, tísnivý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δυσάρεστος, δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος στα τσεχική, drsný στα ελληνικά
δυσάρεστος στα τσεχική