lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εισπνέω στα δανική

Λέξη:
εισπνέω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
inhalere, inspirere, puste
Σχετικές λέξεις:
δανική εισπνέω, εισπνέω στα δανική, inhalere στα ελληνικά
εισπνέω στα δανική