λακκάκι στα αγγλικά λακκάκι στα τσεχική λακκάκι στα γερμανικά λακκάκι στα ισπανικά λακκάκι στα γαλλικά λακκάκι στα νορβηγικά λακκάκι στα ρωσικά λακκάκι στα σουηδικά λακκάκι στα φινλανδικά λακκάκι στα πολωνική
γεμίζω στα γαλλικά εντολή στα τσεχική πέτρα στα πορτογαλικά προκαλώ στα ουκρανικά συγκροτώ στα τσεχική
προκαλώ βικιλεξικο γεμίζω συνώνυμα συγκροτώ συνώνυμο εντολή διδώ σωτηρίου πέτρα ακονίσματος