lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμίζω στα γαλλικά

Λέξη:
γεμίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (22):
accabler, accomplir, accoster, accuser, aggraver, alourdir, atterrir, bonder, bourrer, charger, combler, débarquer, embarquer, emplir, enfutailler, exécuter, gonfler, gorger, grever, hourder, remplir, terrir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά γεμίζω, πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω από, γεμίζω στα γαλλικά, accabler στα ελληνικά
γεμίζω στα γαλλικά