lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πόρτα στα δανική

Λέξη:
πόρτα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
dør, døver, karm, grind, låge, port
Σχετικές λέξεις:
δανική πόρτα, πόρτα φυσαρμόνικα, πόρτα πόρτα ρόδος, πόρτα πόρτα θεσσαλονίκη, πόρτα πόρτα, πόρτα ονειροκρίτης, πόρτα στα δανική, dør στα ελληνικά
πόρτα στα δανική