lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σακίδιο στα δανική

Λέξη:
σακίδιο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
bag, pose, ransel, rygsæk, skuldertaske, taske
Σχετικές λέξεις:
δανική σακίδιο, σακίδιο πλάτης puma, σακίδιο πλάτης polo, σακίδιο πλάτης laptop, σακίδιο πλάτης, σακίδιο επιβίωσης, σακίδιο στα δανική, bag στα ελληνικά
σακίδιο στα δανική