lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τεντώνομαι στα δανική

Λέξη:
τεντώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
hale, rykning, trække, trekke, var, vare
Σχετικές λέξεις:
δανική τεντώνομαι, τεντώνομαι στα δανική, hale στα ελληνικά
τεντώνομαι στα δανική