lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τεντώνομαι στα ρωσικά

Λέξη:
τεντώνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
медлить, передергивать, передёргивать, перетаскивать, перетягивать, протаскивать, протягивать, тянуть
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά τεντώνομαι, τεντώνομαι στα ρωσικά, медлить στα ελληνικά
τεντώνομαι στα ρωσικά