lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χύνω στα δανική

Λέξη:
χύνω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
tom, tømme, udøse
Σχετικές λέξεις:
δανική χύνω, χύνω στα δανική, tom στα ελληνικά
χύνω στα δανική