lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μασώ στα εσθονική

Λέξη:
μασώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (3):
mäletsema, mäluma, närima
Σχετικές λέξεις:
εσθονική μασώ, μασώ στα εσθονική, mäletsema στα ελληνικά
μασώ στα εσθονική