lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττώνω στα ισπανικά

Λέξη:
ελαττώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (20):
achicar, acortar, amenguar, aminorar, apocar, atenuar, bajar, cercenar, ceñir, decrecer, disminuir, disminuirse, empequeñecer, encoger, menguar, mermar, moderar, rebajar, reducir, reducirse
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά ελαττώνω, ελαττώνω συνωνυμα, ελαττώνω στα αγγλικα, ελαττώνω στα ισπανικά, achicar στα ελληνικά
ελαττώνω στα ισπανικά