lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εισόδημα στα ιταλικά

Λέξη:
εισόδημα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
beneficio, entrata, gettito, incasso, prodotto, profitto, provento, reddito, rendita, ricavo, utile
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά εισόδημα, εισόδημα που δεν εντάσσεται σε άλλη περίπτωση του πίν 4, εισόδημα επιβολής εισφοράς, εισόδημα από την χρήση ε.ι.χ. στελεχών επιχειρήσεων, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, εισόδημα στα ιταλικά, beneficio στα ελληνικά
εισόδημα στα ιταλικά