lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βελτιώνω στα τσεχική

Λέξη:
βελτιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (33):
doplnit, korigovat, kárat, nahradit, napravit, narovnat, opravit, opravovat, pokárat, potrestat, pozměnit, přečistit, rafinovat, spravit, spravovat, trestat, tříbit, upravit, usměrňovat, vylepšit, vyspravit, vytříbit, zašít, zdokonalit, zdokonalovat, zjemnit, zlepšit, zlepšovat, zušlechtit, zušlechťovat, zvelebit, zúrodnit, čistit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική βελτιώνω, βελτιώνω την πόλη μου αιτήματα παράπονα και προτάσεις πολιτών, βελτιώνω την πόλη μου, βελτιώνω την ορθογραφία μου, βελτιώνω τα αγγλικά μου, βελτιώνω συνώνυμα, βελτιώνω στα τσεχική, doplnit στα ελληνικά
βελτιώνω στα τσεχική