lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα ιταλικά

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
ammettere, concedere, consentire, permettere, lasciare, agevolare, facilitare, autorizzare, accordare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα ιταλικά, ammettere στα ελληνικά
επιτρέπω στα ιταλικά