lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

επιτρέπω στα ισπανικά

Λέξη:
επιτρέπω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (15):
admitir, apoderar, aprobar, asentir, autorizar, consentir, dejar, facilitar, facultar, franquear, habilitar, permitir, posibilitar, reconocer, tolerar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά επιτρέπω, επιτρέπω συνώνυμα, επιτρέπω προστακτική, επιτρέπω παραγωγα, επιτρέπω μεταφραση, επιτρέπω αρχικοι χρονοι, επιτρέπω στα ισπανικά, admitir στα ελληνικά
επιτρέπω στα ισπανικά