lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κονκάρδα στα ιταλικά

Λέξη:
κονκάρδα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
distintivo, insegna, affisso, dimostrazione, indizio, marchio, segno, sintomo
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κονκάρδα, κονκάρδα συνεδρίου, κονκάρδα στα αγγλικά, κονκάρδα διαφημιστική, κονκάρδα στα ιταλικά, distintivo στα ελληνικά
κονκάρδα στα ιταλικά