lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πετώ στα ιταλικά

Λέξη:
πετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (12):
agitarsi, avventare, buttare, gettare, lanciare, lancio, precipitarsi, proiettare, sbattere, scagliare, tirare, varare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πετώ, πετώ ψηλά, πετώ ονειροκρίτης, πετώ conjugation, πετάω συνώνυμο, πετάω συνώνυμα, πετώ στα ιταλικά, agitarsi στα ελληνικά
πετώ στα ιταλικά