lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλησιάζω στα ιταλικά

Λέξη:
πλησιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
accedere, accostare, approccio, arrivare, avvicinamento, avvicinare, avvicinarsi, giungere, sopraggiungere, sopravvenire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πλησιάζω, πλησιάζω συνώνυμα, πλησιάζω english, πλησιάζω στα ιταλικά, accedere στα ελληνικά
πλησιάζω στα ιταλικά