lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συμφορά στα ιταλικά

Λέξη:
συμφορά (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (20):
calamità, carestia, catastrofe, crollo, disastro, disfatta, disgrazia, fallimento, fame, guaio, infelicità, malanno, miseria, naufragio, sciagura, sconfitta, sfortuna, sinistro, squallore, sventura
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά συμφορά, συμφορά συνώνυμα, συμφορά ατυχήματα με τα ρούχα σε live εκπομπη με πρωταγωνιστές διάσημους, συμφορά από το πολύ μυαλό υπόθεση, συμφορά από το πολύ μυαλό, συμφορά στα ιταλικά, calamità στα ελληνικά
συμφορά στα ιταλικά